Ηττα με 2-0 στην πρεμιέρα του ΕURO για την εθνική μας από τους Σουηδούς, στεναχώρια και απογοήτευση πλάκωσε όλους τους Έλληνες φιλάθλους.
Από όσα διαβάζω στο διαδίκτυο και ακούω στις τηλεοράσεις και τα ραδιόφωνα η απογοήτευση οφείλεται, λέει όχι στο αποτέλεσμα αλλά στην κακή εμφάνιση της ομάδας μας που παρουσιάστηκε φοβισμένη, πολύ αμυντικά προσανατολισμένη και άτολμη στην επίθεση.
Εγώ πάλι στενοχωρήθηκα μόνο με το αποτέλεσμα και στα παπάρια μου η εμφάνιση. Ποτέ δεν είδα όμορφο ποδόσφαιρο από αυτήν την ομάδα (εξαίρεση το ματς μέσα στην Τουρκία) αλλά από την άλλη με είχε χορτάσει με τα αποτελέσματα της. Κατά βάθος νομίζω ότι το ίδιο ισχύει και για όλους τους Έλληνες. Δηλαδή αν χτες με την ίδια εμφάνιση η Ελλάδα τύχαινε να νικήσει δεν θα ήταν όλοι ευχαριστημένοι σήμερα; Ας δούμε όμως λίγο γιατί αυτή τη φορά το αποτέλεσμα δεν έκατσε.
Ο Ρεχάγκελ κατέβασε την ομάδα μας με το αναχρονιστικό 5-3-2 και καλά έκανε γιατί αυτό ξέρουμε αυτό εμπιστευόμαστε. Σύμφωνα με τις δυνατότητες των Ελλήνων ποδοσφαιριστών και των Σουηδών που στην επίθεση διαθέτουν τρεις παιχταράδες οι οποίοι γνωρίζονται και πολύ καλά μεταξύ τους, η Εθνική μας ομάδα ήταν σωστά στημένη και έπαιζε το γνωστό αντιποδόσφαιρο που ξέρει φυλάγοντας τον κώλο της και περιμένοντας υπομονετικά πότε θα κάνουν οι Σουηδοί καμιά γκέλα για να την εκμεταλευτεί. Τι έφταιξε λοιπόν;
Πρώτον η κλάση του Ιμπραίμοβιτς ο οποίος στη μοναδική αδράνεια της άμυνας μας (σε πρώτο χρόνο ο Κυριάκος δεν πήγε πρώτος στην μπάλα και ο Δέλλας σε δεύτερο χρόνο δεν κάλυψε το σουτ) έστειλε τη μπάλα στο πλεκτό. Άλλες εποχές τέτοιες φάσεις τις γλυτώναμε χάρις στα δοκάρια ή στο φάρδος του Αντώνη.
Δεύτερον τα τρεξίματα των διεθνών μας που έλειπαν σε σύγκριση με όσα είχαμε συνηθίσει από το προηγούμενο Euro. Με εξαίρεση ίσως το Χαριστέα οι επιθετικοί μας και οι μέσοι δεν πρέσαραν πάνω στη μπάλα το ίδιο δαιμονισμένα όπως τους ξέραμε και οι επιστροφές τους δεν ήταν το ίδιο γρήγορες όπως παλιότερα.
Τρίτον τις ελάχιστες φορές που οι Σουηδοί αμυντικοί πέσαν σε χοντρές γκέλες δεν τις εκμεταλευτήκαμε. Θα μπορούσαμε και να είχαμε προηγηθεί όπως άλλες φορές που ο Θεός ήταν μαζί μας οπότε τώρα άλλα θα λέγαμε.
Τέταρτο και βασικότερο, η Σουηδία ήταν η μοναδική ομάδα η οποία αντιμετώπισε την Ελλάδα όχι προσπαθώντας να επιβάλει το δικό της ποδόσφαιρο αλλά εφαρμόζοντας μία συγκεκριμένη τακτική προσαρμοσμένη στην Εθνική μας. Δεν εκνευρίστηκαν ποτέ από τις συνεχείς πάσες που αλλάζαμε στην άμυνα αλλά είχαν την υπομονή να περιμένουν χωρίς να πρεσάρουν ψηλά συνέχεια. Η άμυνα τους ήταν τοποθετημένη ψηλά σε μια ευθεία εκτός περιοχής και οι επιθετικοί τους μαρκάρανε πίσω από τη γραμμή του κέντρου. Έτσι περιορίσανε το χώρο των μέσων μας που ως γνωστόν δεν είναι τεχνίτες αλλά τρεχαλατζήδες και έτσι στα λίγα τετραγωνικά πνιγήκανε μην μπορώντας να παίξουν το ένα δύο, να τριπλάρουν ή να αλλάξουν δύο τρείς πάσες με ταχύτητα για να σπάσουν το τεχνητό οφσάιντ και να μπουν στην αντίπαλη περιοχή. Με αυτόν τον τρόπο ο Σουηδός προπονητής εμπόδισε αυτό που φοβόταν, την πολυκοσμία δηλαδή στην περιοχή του η οποία ευνοεί την δύναμη των Ελλήνων οι οποίοι ως γνωστόν στην αναμπουμπούλα με κουτουλιές, τάκλιν στραβοκλοτσιές και προβολές σκοράρουν. Απέφυγαν τις πολλές πάσες στον άξονα φοβούμενη τα κλεψίματα των Ελλήνων και προτίμησαν τις μεγάλες μπαλιές που ναι μεν ήταν εύκολες για τα σέντερ μπακ μας αλλά δεν περιείχαν το ρίσκο για τους ίδιους και δεν έπαιξαν στρωτό ποδόσφαιρο παρά μόνο λίγες φορές κυρίως από τα πλάγια έχοντας όμως την τύχη να σκοράρουν σε μία από αυτές. Έδωσαν ιδιαίτερη προσοχή από αριστερά στον Καραγκούνη, το μοναδικό που ξέρανε ότι μπορεί να απειλήσει με ατομικές ενέργειες, με διπλά μαρκαρίσματα πολλές φορές, δίνοντας χώρο στον Τοροσίδη να κάνει ανενόχλητος σέντρες με το αριστερό του πόδι που δεν το έχει. Προσέξανε επίσης τον Κατσουράνη αφού τα χαφ τους τον ακολουθούσανε στις κάθετες κούρσες που επιχειρούσε χωρίς τη μπάλα (μοναδική εξαίρεση μία φάση στο δεύτερο ημίχρονο όταν από κλέψιμο ο Καραγκούνης σούταρε αντί να πασάρει στον Κατσουράνη που έκανε τη γνωστή του κίνηση). Δεν δώσανε πολλές στημένες μπάλες κοντά στην περιοχή τους γιατί αυτές είναι το ψωμί της Ελλάδας. Αναγκάστηκε λοιπόν η Ελλάδα να προσπαθεί να κάνει παιχνίδι με βαθιές καμινάδες από την άμυνα προς τον αβοήθητο Γκέκα και ανούσιες αλλαγές παιχνιδιού από την μία πλευρά του γηπέδου στην άλλη περιμένοντας τους Σουηδούς να ανοιχτούν λίγο αλλά αυτοί δεν τσιμπούσαν. Με άλλα λόγια ο Σουηδός προπονητής προσπάθησε κατά κύριο λόγο να μην πέσει στις γνωστές πια παγίδες του Ρεχάγκελ να παίξει κι αυτός ένα παιχνίδι τακτικής και υπομονής ελπίζοντας στην κλάση των επιθετικών του που τελικά τον δικαίωσαν.
Συμπέρασμα. Η Ελλάδα έχασε μια μάχη αλλά όχι τον πόλεμο. Κατά την προσωπική μου άποψη ο Γερμανός δεν πρέπει να επηρεαστεί και να αλλάξει στυλ παιχνιδιού στα δύο εναπομείναντα παιχνίδια. Η Εθνική μας πρέπει να συνεχίσει να βασίζεται στο γνώριμο της αμυντικό παιχνίδι υπομονής και αυταπάρνησης και με τη βοήθεια της τύχης όπου φτάσει.